- πλάστις
- -ιδος, ἡ, Αβλ. πλάστης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλάστις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάστιδα — πλάστις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάστιδες — πλάστις fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάστης — ο, θηλ. πλάστρα / πλάστης, θηλ. πλάστις, ιδος, ΝΜΑ [πλάσσω] 1. αυτός που πλάθει, κατασκευάζει κάτι, αυτός που με το πλάσιμο δίνει μορφή σε κάτι 2. (ιδίως) τεχνίτης ειδικός στην κατασκευή πήλινων ή κέρινων ομοιωμάτων 3. ο θεός ως δημιουργός τού… … Dictionary of Greek
πλαστίδιο — το, Ν βοτ. οργανίδιο που απαντά στο κυτταρόπλασμα όλων τών ζωντανών φυτικών κυττάρων καθώς και στους φωτοσυνθετικούς προκαρυωτικούς οργανισμούς με διαφορετικά αλλά και κοινά χαρακτηριστικά από περίπτωση σε περίπτωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ … Dictionary of Greek
τευχοπλάστις — ιδος, ἡ, Α αυτή που κατασκευάζει αγγεία («τευχοπλάστιν παρθένον», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῦχος + πλάστις, θηλ. τού πλάστης (< πλάσσω)] … Dictionary of Greek